- υπέρβαση
- натфрлување
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα … Dictionary of Greek
υπέρβαση — η 1. διάβαση πάνω από κάτι: Υπέρβαση λόφου. 2. μτφ., το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, η παράβαση: Υπέρβαση δικαιωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερβάσῃ — ὑπερβάσηι , ὑπέρβασις a passing over fem dat sg (epic) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over aor subj act 3rd sg (doric) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Писсис, Стелиос — Стелиос Писсис Дата рождения 1976 год(1976) Место рождения Лимасол Лейблы MusicHeaven … Википедия
υπερβατήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπέρβαση, σε διάβαση 2. (σχετικά με θυσία) αυτός που γίνεται για την υπέρβαση, για τη διάβαση («τὰ ὑπερβατήρια θύειν», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβαίνω (πρβλ. ὑπέρβασις) + κατάλ. τήριος (πρβλ. ἐμ βα… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
υπερβατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπέρβαση, που γίνεται με υπέρβαση («υπερβατικός αριθμός», αριθμός που δεν είναι ρίζα αλγεβρικής εξίσωσης περασμένου βαθμού) ή έχει σχέση με τον υπεραισθητό κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dark-Wave — Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk … Deutsch Wikipedia
Dark Wave — Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk … Deutsch Wikipedia
Darkwave — Dark Wave Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk … Deutsch Wikipedia